πατάξ

πατάξ
πατάξ
indeclform (exclam)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατάξ — Α επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος] …   Dictionary of Greek

  • ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… …   Dictionary of Greek

  • πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …   Dictionary of Greek

  • πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”